βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… … Dictionary of Greek
βοῷ — βόειος of an ox masc/neut dat sg (attic epic ionic) βοάω cry aloud pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόω — βάζω speak fut ind act 1st sg (epic) βοόω change into an ox pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βοόω change into an ox imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БООНЫ — • Βοω̃ναι, покупщики быков, почетная, хотя политически и не важная должность в Афинах, на которую избирал народ. На них лежала обязанность заботиться о необходимом для жертвоприношений и угощений убойном скоте … Реальный словарь классических древностей
βοώπιδας — βοώ̱πιδας , βοῶπις ox eyed fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώπιδι — βοώ̱πιδι , βοῶπις ox eyed fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώπιδος — βοώ̱πιδος , βοῶπις ox eyed fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
περιβοώ — άω, ΜΑ 1. βοώ ολόγυρα, βάζω τις φωνές και ξεσηκώνω ταραχή γύρω γύρω 2. μτφ. (ενεργ. και παθ.) περιβοοῡμαι, όομαι συκοφαντώ, διαβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βοῶ (< βοή)] … Dictionary of Greek
υπερβοώ — άω, Α [βοῶ] βοώ δυνατότερα, σκεπάζω με τη δική μου βοή … Dictionary of Greek